- ἐξορχοῦμαι
- ἐξορχέομαιdance awaypres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐξορχέομαιdance awaypres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξορχούμαι — ἐξορχοῡμαι, έομαι (AM) [ορχούμαι] 1. χορεύω ώς το τέλος («ὀ δὲ Πάν ἐξορχεῑται ῤυθμόν τινα») 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. προδίδω 4. ατιμάζω 5. περιφρονώ, σαρκάζω … Dictionary of Greek
συνεξορχούμαι — έομαι, ΜA αποδοκιμάζω, χλευάζω μαζί με κάποιον αρχ. αναπηδώ, σκιρτώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξορχοῦμαι «χορεύω ώς το τέλος, περιφρονώ, σαρκάζω»] … Dictionary of Greek